- καθορώ
- (AM καθορῶ, -άω, Α ιων. τ. κατορῶ, -άω)1. βλέπω κάτι καλά, με ευκρίνεια, διακρίνω («κατώρα πᾱν μὲν οὐ τὸ στρατόπεδον», Ηρόδ.)2. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι («ὁ δὲ δῆμος ὑπὸ τοῡ πολέμου καὶ τῆς ὁμίχλης ἃ πανουργεῑς μὴ καθορᾷ σου», Αριστοφ.)αρχ.1. (ενεργ. και μέσ.) παρατηρώ κάτι από ψηλό τόπο σε χαμηλότερο, βλέπω προς τα κάτω (α. «Κρονίων ἐξ Ἴδης καθορῶν», Ομ. Ιλ.β. «ὅσους ἢ ὁπόσους ἠέλιος καθορᾷ», Σόλ.)2. εξετάζω, ερευνώ («πρὸς ταύτη τὰ ἄλλα κατοψομένους», Ηρόδ.)3. ευλαβούμαι, σέβομαι («οὐ καθορῶν τὸ τοῡ θεοῡ κράτος», ΠΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὁρῶ].
Dictionary of Greek. 2013.